καμπινέ

καμπινέ
το άκλ. , καμπινές ο уборная

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καμπινέ" в других словарях:

  • καμπινέ — καμπινέ, το και καμπίνες, ο (λ. γαλλ.), αποχωρητήριο: Σε πολλά χωριά τα σπίτια δεν έχουν καμπινέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπινέ — το και καμπινές, ο αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cabinet] …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»